θρεμματικός

θρεμματικός
θρεμμ-ατικός, ή, όν,
A of or for cattledealing, ἐργασία Judeich Altertümer von Hierapolis 227b7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θρεμματικός — θρεμματικός, ή, όν (Α) [θρέμμα] 1. αυτός που φροντίζει για τα θρέμματα 2. φρ. «θρεμματική ἐργασία» εταιρεία που φρόντιζε για τα παιδιά τών δούλων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”